- τραχειακός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την τραχεία: Τραχειακή αιμορραγία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραχειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία 2. φρ. α) «τραχειακός μυς» ανατ. μυϊκό πέταλο που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια τής τραχείας β) «τραχειακό βράγχιο» ζωολ. τροποποίηση τού τραχειακού αναπνευστικού συστήματος η οποία… … Dictionary of Greek